Ο Μαμάκιας (Μέρος Τέταρτο)
Χαμογέλασε πάλι. Παράξενο βράδυ. Όλα του φαίνονταν τόσο οικεία. Το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια σκέφτηκε. Είχε ακούσει ιστορίες για φαντασιώσεις μετά από κούραση, έλλειψη ύπνου, νερού, φαγητού αλλά όχι έτσι. Σιγά την κούραση εξάλλου. Μια μεγάλη μέρα στον ήλιο και στην παραλία ήταν τίποτα άλλο. Άντε να φτάσουμε να ξεκουραστώ. Δεν είχε τίποτα να κάνει την άλλη μέρα. Θα κοιμότανε όσο περισσότερο μπορούσε. Η ιδέα και μόνο τον καθησύχασε. Και όταν ξυπνούσε θα έτρωγε και θα ξανακοιμότανε. Ά θα έβλεπε και τον Τάκη πριν κάνει όλα αυτά. Τον είχε ξεχάσει. Ηρέμησε.
Συνέχισε να κοιτάζει έξω. Το λεωφορείο λίγο αργότερα άρχισε να ελαττώνει ταχύτητα. Ίσως ήταν ώρα για την στάση. Του φάνηκε λίγο νωρίς βέβαια αλλά από την άλλη είχε χάσει και την αίσθηση του χρόνου.[...] Δεν τον ένοιαζε. Δεν θα κατέβαινε. Δεν ήθελε να κατέβει. Ήθελε να ξεκουραστεί. Έτσι κι αλλιώς η μητέρα δεν θα τον άφηνε έτσι. Κάτι θα του έπαιρνε. Πάντα το έκανε.
- Μα δεν θέλω μητέρα της έλεγε πάντα.
- Δεν πειράζει απαντούσε αυτή. Εγώ θα σου φέρω κι αν δεν το θέλεις άφησε το.
Και η μητέρα του τον αγαπούσε τον Φρίξο. Μπορεί να τον αγαπούσε υπερβολικά αλλά τον αγαπούσε. Όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο Φρίξος ήταν το μόνο πράγμα που της είχε μείνει.
- Αν χάσω και σένα θα πεθάνω του λέγε.
Ίσως για αυτό ήταν συνεχώς στα πόδια του. Όχι ότι πριν δεν ήτανε αλλά τελοσπάντων τα είπαμε αυτά.
Το λεωφορείο είχε πλέον σχεδόν ακινητοποιηθεί. Θα έχει κίνηση φαντάστηκε ο Φρίξος. Ήταν Κυριακή. Φυσιολογικό το έβρισκε. Τέτοια ώρα γυρίζανε όλοι από τις παραλίες. Κάτι σαν την μεγάλη επιστροφή που ακούμε κάθε φορά στις ειδήσεις.
Τα αυτοκίνητα στην αριστερή λωρίδα προχωρούσαν επίσης αργά. Πιο κάτω διέκρινε ένα κόμβο. Ένας αστυνομικός έκανε σήμα με τα χέρια του στα αυτοκίνητα να πηγαίνουν πιο αργά. Δεν ήταν η κίνηση. Δεν ήταν η επιστροφή. Κάποιο ατύχημα είχε γίνει. Σε λίγο θα έβλεπε καλύτερα.
Ένα αυτοκίνητο είχε ντελαπάρει. Το έβλεπε τώρα πιο κάτω αναποδογυρισμένο δίπλα στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα . Αναστατώθηκε. Άκουγε τη σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησίαζε. Ανησύχησε. Ίσως ήταν κάτι σοβαρό. Έκλεισε τα μάτια του. Δεν ήθελε να το δει. Το ασθενοφόρο πλησίαζε. Πλησίαζε. Πλησίαζε. Ο θόρυβος χτυπούσε στα αυτιά του. Ιου ιου ιου ιου. (Ότι πιο κοντινό και παραστατικό στη σειρήνα ασθενοφόρου μπορούσα να γράψω. Σε όποιον αρέσει.) Κόντευε να τρελαθεί. Μόνο η σκέψη των τραυματιών τον άγχωνε. Ιου ιου ιου ιου.
συνεχίζεται
Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...