Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006

Ο Μαμάκιας (Μέρος Δεύτερο)

Είχε να το λέει ο συγχωρεμένος ο κυρ Μήτσος, ο μπαμπάς του Φρίξου και συνεπώς άνδρας της κυρά Τσιβούλας.
- Εσύ μια μέρα θα το καταστρέψεις το παιδί. Όλο από κοντά το έχεις. Που θα πάει αυτή η δουλειά. Μαμμόθρεφτο θα το καταντήσεις. Δεν βλέπεις ότι του κάνεις περισσότερο κακό παρά καλό.
Η κυρά Τσιβούλα δεν μιλούσε. Τον κοιτούσε μόνο. Τον κοιτούσε και μετά έτρεχε πίσω από τον γιο τους με ένα πιάτο φαί στο χέρι.
- Έλα να φας Φριξούλη μου, έλα, σε αγαπάει η μαμά, μην την στεναχωρείς.
Και τον έπιανε το μαράζι τον κυρ Μήτσο. Λίγο η γυναίκα του με το γιο τους, λίγο το μαγαζί που δεν πήγαινε καλά, λίγο ο Ντούσαν που πήγε στον Ολυμπιακό. Δεν άντεξε. Πέθανε νωρίς.
- Γεια σου φίλε μου Δημήτρη, καλό ταξίδι να έχεις, είχε φωνάξει ο Γρηγόρης ο φούρναρης, με δάκρυα στα μάτια, την μέρα της κηδείας.
Ο Φρίξος δεν τον ξέχασε ποτέ τον αποχαιρετισμό εκείνο. Του είχε φανεί πολύ παράξενος. Δεν ήξερε γιατί. Ούτε τον πατέρα του είχε ξεχάσει.[...] Και αυτό του φάνηκε παράξενο. Πώς έφυγε. Γρήγορα. Πριν καλά, καλά καταλάβουν γιατί.
- Βγήκες παιδί μου. Επιτέλους. Τόση ώρα σου φωνάζω.
- Σας παρακαλώ μητέρα, μπροστά σε κόσμο δεν θέλω να μου μιλάτε έτσι. Δεν είμαι πια μικρό παιδί.
- Για την μάνα σου παιδί θα είσαι μια ζωή, κανακάρι μου.
Ο Φρίξος δεν είπε τίποτα. Άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του. Μετά βοήθησε και την μητέρα του. Σιγά, σιγά πήγανε προς την στάση του λεωφορείου. Ο κόσμος μαζευόταν. Ήταν το τελευταίο λεωφορείο βλέπεις. Έπρεπε όλοι να μπούνε. Έπρεπε όλοι να φύγουν. Διαφορετικά θα ξημερώνανε στην παραλία. Και δεν είχε τίποτα εκεί. Μια ψαροταβέρνα. Δούλευε μόνο μεσημέρι. Το βράδυ έκλεινε.
Τον Φρίξο δεν τον πείραζε. Έτσι κι αλλιώς δεν έβγαινε και ποτέ βράδυ. Έκανε παρέα στη μαμά. Ή η μαμά έκανε παρέα σ'αυτόν. Δεν θυμόταν πια. Από τότε που έφυγε ο πατέρας του για εκείνο το ταξίδι που είχε πει ο κυρ Γρηγόρης είχαν μείνει η δυο τους.
Αυτός και η μητέρα του. Ούτε καν ο Δημητράκης. Και του λειπε του Φρίξου ο Δημητράκης. Μόλις γυρίσω θα πάω να τον βρώ σκέφτηκε.
Το λεωφορείο είχε έρθει. Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει. Με αυτό επιστρέφανε κάθε φορά. Δεν ήτανε και πολύ άνετα, αλλά του Φρίξου του άρεσε. Καθόταν με τις ώρες και χάζευε έξω από το παράθυρο. Έβλεπε τους ανθρώπους να τρέχουνε δεξιά και αριστερά, τα αυτοκίνητα να κινούνται μπρος πίσω τα φώτα να τρεμοπαίζουνε σαν λαμπάκια και ξεχνιότανε. Η φωνή της μητέρας του, η οποία παρεμπίπτοντος μιλούσε ασταμάτητα κάθε φορά, τον νανούριζε. Που και που έλεγε και κανα ‘Ναι μητέρα’. Αλλά δεν κοιμότανε. Δεν ήθελε να κοιμηθεί.
Κοιτούσε μια έξω από το παράθυρο και μια τον κόσμο μες το λεωφορείο. Του φαινόντουσαν όλοι γνωστοί. Όλοι τα ίδια πρόσωπα. Τόσες φορές που το έχω κάνει αυτό το δρομολόγιο σκέφτηκε πώς να μην τους ξέρω. Σε λίγο θα αρχίσουμε να χαιρετιόμαστε. Θα αλλάξουμε και τηλέφωνα. Γνωστοί είμαστε. Ίσως και φίλοι. Θα κανονίζουμε μαζί εκδρομούλες.
- Φρίξο ξύπνα αγόρι μου… ξύπνα σε παρακαλώ… του φάνηκε πως άκουσε την μητέρα του να λέει. Δεν γύρισε όμως. Συνέχισε να κοιτάει έξω από το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Είχε και κίνηση. Θα αργούσανε μάλλον. Εκείνη σταμάτησε. Το λεωφορείο έκανε μια στάση. Κάποιος κατέβηκε. Κάποιος άλλος ανέβηκε. Γνωστές φάτσες. Χαμογέλασε.

συνεχίζεται

5 Comments:

Blogger vlacha said...

Ελπίζω ο Φρίξος να μην ξεπεράσει τον Αργύρη σε μέγεθος!
Πολύ ενδιαφέρον είναι μέχρι στιγμής!
Keep going!

2:35 μ.μ.

 
Blogger Matron Maya said...

όχι φυσικά. δεν είμαι Φώσκολος εγώ σαν τον pascal (:PPP) ... για όνομα του θεού

5:42 μ.μ.

 
Blogger Giorugosu said...

Κανόνισε να αφήσεις και αυτή την ιστορία στην μέση. Ακόμα περιμένω την επιστροφή του φανταχτερού ιππότη...

12:15 π.μ.

 
Blogger Matron Maya said...

επειδή μου χεις ζαλίσει τον έρωτα με τον φανταχτερο σε ενημερωνω οτι τον εκανα post ανακατεμενα και δεν ξέρω πως να κολλήσω τα υπόλοιπα. Μέχρι τότε βγάλε σε παρακαλώ τον σκασμό και ασχολήσου με τον Φρίξο

10:36 π.μ.

 
Blogger Matron Maya said...

hi marla...

were you on holiday?

nice seeing you back...

thx for the story.

:)

12:30 μ.μ.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home