Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

Ο Μαμάκιας (Μέρος Τέταρτο)

Κοίταξε καλύτερα. Έμοιαζε όντως με τον Τάκη. Η αντανάκλαση τουλάχιστον ήταν η ίδια. Σκέφτηκε να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω του. Να δει αν ήταν όντως αυτός. Δεν το έκανε όμως. Δεν μπορούσε να ήταν ο Τάκης. Θα τον είχε προσέξει πιο πριν. Στην παραλία, στη στάση. Και αν όχι αυτός, η μητέρα του σίγουρα. Δεν της ξέφευγε τίποτα της κυρά Τσιβούλας.
Χαμογέλασε πάλι. Παράξενο βράδυ. Όλα του φαίνονταν τόσο οικεία. Το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια σκέφτηκε. Είχε ακούσει ιστορίες για φαντασιώσεις μετά από κούραση, έλλειψη ύπνου, νερού, φαγητού αλλά όχι έτσι. Σιγά την κούραση εξάλλου. Μια μεγάλη μέρα στον ήλιο και στην παραλία ήταν τίποτα άλλο. Άντε να φτάσουμε να ξεκουραστώ. Δεν είχε τίποτα να κάνει την άλλη μέρα. Θα κοιμότανε όσο περισσότερο μπορούσε. Η ιδέα και μόνο τον καθησύχασε. Και όταν ξυπνούσε θα έτρωγε και θα ξανακοιμότανε. Ά θα έβλεπε και τον Τάκη πριν κάνει όλα αυτά. Τον είχε ξεχάσει. Ηρέμησε.
Συνέχισε να κοιτάζει έξω. Το λεωφορείο λίγο αργότερα άρχισε να ελαττώνει ταχύτητα. Ίσως ήταν ώρα για την στάση. Του φάνηκε λίγο νωρίς βέβαια αλλά από την άλλη είχε χάσει και την αίσθηση του χρόνου.[...] Δεν τον ένοιαζε. Δεν θα κατέβαινε. Δεν ήθελε να κατέβει. Ήθελε να ξεκουραστεί. Έτσι κι αλλιώς η μητέρα δεν θα τον άφηνε έτσι. Κάτι θα του έπαιρνε. Πάντα το έκανε.
- Μα δεν θέλω μητέρα της έλεγε πάντα.
- Δεν πειράζει απαντούσε αυτή. Εγώ θα σου φέρω κι αν δεν το θέλεις άφησε το.
Και η μητέρα του τον αγαπούσε τον Φρίξο. Μπορεί να τον αγαπούσε υπερβολικά αλλά τον αγαπούσε. Όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο Φρίξος ήταν το μόνο πράγμα που της είχε μείνει.
- Αν χάσω και σένα θα πεθάνω του λέγε.
Ίσως για αυτό ήταν συνεχώς στα πόδια του. Όχι ότι πριν δεν ήτανε αλλά τελοσπάντων τα είπαμε αυτά.
Το λεωφορείο είχε πλέον σχεδόν ακινητοποιηθεί. Θα έχει κίνηση φαντάστηκε ο Φρίξος. Ήταν Κυριακή. Φυσιολογικό το έβρισκε. Τέτοια ώρα γυρίζανε όλοι από τις παραλίες. Κάτι σαν την μεγάλη επιστροφή που ακούμε κάθε φορά στις ειδήσεις.
Τα αυτοκίνητα στην αριστερή λωρίδα προχωρούσαν επίσης αργά. Πιο κάτω διέκρινε ένα κόμβο. Ένας αστυνομικός έκανε σήμα με τα χέρια του στα αυτοκίνητα να πηγαίνουν πιο αργά. Δεν ήταν η κίνηση. Δεν ήταν η επιστροφή. Κάποιο ατύχημα είχε γίνει. Σε λίγο θα έβλεπε καλύτερα.
Ένα αυτοκίνητο είχε ντελαπάρει. Το έβλεπε τώρα πιο κάτω αναποδογυρισμένο δίπλα στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα . Αναστατώθηκε. Άκουγε τη σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησίαζε. Ανησύχησε. Ίσως ήταν κάτι σοβαρό. Έκλεισε τα μάτια του. Δεν ήθελε να το δει. Το ασθενοφόρο πλησίαζε. Πλησίαζε. Πλησίαζε. Ο θόρυβος χτυπούσε στα αυτιά του. Ιου ιου ιου ιου. (Ότι πιο κοντινό και παραστατικό στη σειρήνα ασθενοφόρου μπορούσα να γράψω. Σε όποιον αρέσει.) Κόντευε να τρελαθεί. Μόνο η σκέψη των τραυματιών τον άγχωνε. Ιου ιου ιου ιου.

συνεχίζεται

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006

Ο Μαμάκιας (Μέρος Τρίτο)

Συνέχισε να χαμογελάει. Είχε νυχτώσει για καλά. Ένιωθε κουρασμένος. Τα φώτα των αυτοκινήτων στην απέναντι λωρίδα κυκλοφορίας τον ενοχλούσαν. Τον κούραζαν. Ήθελε να σηκωθεί λίγο να ξεπιαστεί αλλά δεν μπορούσε. Θα έκανε κάποια στάση το λεωφορείο αργότερα. Ήταν προγραμματισμένη. Λίγο υπομονή χρειάζεται σκέφτηκε. Συνέχισε να κοιτάει έξω από το παράθυρο. Τον ηρεμούσε.
Το ταξίδι του φαινόταν τεράστιο. Μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά. Είμαι όντως κουρασμένος σκέφτηκε. Τόσες ώρες στον ήλιο. Πεινούσε κιόλας.
- Μητέρα έχετε κανένα κουλουράκι. Σα να πείνασα λιγάκι. (έκανε και ομοιοκαταληξία). Μου φαίνεται ότι η θάλασσα μου άνοιξε την όρεξη.
- Ναι αγόρι μου, ορίστε, είπε η μητέρα του και έβγαλε από την τσάντα της μια σακούλα γεμάτη κουλουράκια.
Πήρε μερικά στην χούφτα του και της επέστρεψε τη σακούλα.
- Ευχαριστώ μητέρα είπε και έβαλε ένα στο στόμα του.
Έφαγε ακόμα ένα και γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Νόστιμο ήταν. Σαν εκείνα που τρώγανε μικροί. Εκείνος και ο φίλος του ο Τάκης. Τον σκέφτηκε πάλι. Μήπως έχει πάθει τίποτα.[...] Έβγαλε από το μυαλό του αυτή τη σκέψη αμέσως. Θα πάω να τον βρω μόλις γυρίσουμε μουρμούρισε. Μια χαρά θα είναι μωρέ. Είναι θηρίο ο Τάκης καθησύχασε τον εαυτό του.
Ο Τάκης ήταν ο καλύτερος του φίλος. Ίσως ο μοναδικός του φίλος. Από τότε που θυμόταν τουλάχιστον. Τα άλλα παιδιά από μικρό τον θεωρούσαν παράξενο. Τον απέφευγαν. Κυρίως λόγω της μητέρας του. Σαν να ήταν αρρώστια. Την φοβόντουσαν. Δεν ήταν αρρώστια η κυρά Παρασκευή. Άρρωστη ήταν. Έτσι έλεγε ο Τάκης τουλάχιστον.
- Τι θα γίνει ρε Φρίξο με αυτή τη μάνα σου. Θα μας αφήσει ποτέ μόνους μας. Όπου πάμε μας ακολουθεί. Είπαμε να σε προσέχει αλλά όχι κι έτσι. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Η γυναίκα είναι άρρωστη μαζί σου.
Ο Φρίξος δεν έλεγε τίποτα. Συμφωνούσε αλλά μάνα του ήταν, την αγαπούσε, δεν ήθελε να την στεναχωρεί. (Είπαμε έφταιγε και ο Φρίξος.) Που θα πάει σκεφτότανε θα σταματήσει κάποια στιγμή. Θα καταλάβει ότι δεν είμαι πια παιδί και θα με αφήσει να πάρω τον δρόμο μου.
Δεν θυμότανε να είχε μαλώσει ποτέ με τον Τάκη. Υπήρχε πάντα κατανόηση ανάμεσα τους. Και ο ένας στήριζε τον άλλο. Πάντα, ακόμα και όταν είχαν άδικο. Εξάλλου είπαμε ήταν ο καλύτερος του φίλος. Μια φορά μόνο είχε ψυχρανθεί μαζί του. Ήτανε εκείνο το καλοκαίρι που ο Τάκης τα έφτιαξε με την Χριστίνα. Ωραία γυναίκα. Είχε ζηλέψει κιόλας ο Φρίξος. Κυρίως γιατί ο Τάκης τον έγραφε. Μόλις τελειώσανε τα πολλά σορόπια όμως συνεχίσανε την παρέα τους. Μέχρι που ο Τάκης παντρεύτηκε και έκανε παιδί. Όχι ο Τάκης, η Χριστίνα. Από τότε η σχέση τους έγινε πιο τυπική. Και αυτό ήταν το σωστό έλεγε η κυρά Τσιβούλα. Τώρα έχει οικογένεια ο Τάκης. Πρέπει να είναι τυπικός και σωστός απέναντι τους. Απέναντι σε όλους.
- Φρίξο...
Δεν μίλησε.
- Φρίξο ξύπνα παιδί μου… ξανάπε η μητέρα του και του χάιδεψε το χέρι.
Πάλι δεν μίλησε. Συνέχισε να κοιτάει τα αυτοκίνητα στο απέναντι ρεύμα. Στο τζάμι καθρεφτιζόντουσαν οι μορφές των υπόλοιπων επιβατών. Γνωστές φάτσες σκέφτηκε. Μέχρι και οι φωνές αυτών που μιλούσαν που και που του φαινόντουσαν γνωστές. Κάποια στιγμή νόμιζε ότι είδε και τον Τάκη. Ιδέα μου θα ναι.

συνεχίζεται

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006

Ο Μαμάκιας (Μέρος Δεύτερο)

Είχε να το λέει ο συγχωρεμένος ο κυρ Μήτσος, ο μπαμπάς του Φρίξου και συνεπώς άνδρας της κυρά Τσιβούλας.
- Εσύ μια μέρα θα το καταστρέψεις το παιδί. Όλο από κοντά το έχεις. Που θα πάει αυτή η δουλειά. Μαμμόθρεφτο θα το καταντήσεις. Δεν βλέπεις ότι του κάνεις περισσότερο κακό παρά καλό.
Η κυρά Τσιβούλα δεν μιλούσε. Τον κοιτούσε μόνο. Τον κοιτούσε και μετά έτρεχε πίσω από τον γιο τους με ένα πιάτο φαί στο χέρι.
- Έλα να φας Φριξούλη μου, έλα, σε αγαπάει η μαμά, μην την στεναχωρείς.
Και τον έπιανε το μαράζι τον κυρ Μήτσο. Λίγο η γυναίκα του με το γιο τους, λίγο το μαγαζί που δεν πήγαινε καλά, λίγο ο Ντούσαν που πήγε στον Ολυμπιακό. Δεν άντεξε. Πέθανε νωρίς.
- Γεια σου φίλε μου Δημήτρη, καλό ταξίδι να έχεις, είχε φωνάξει ο Γρηγόρης ο φούρναρης, με δάκρυα στα μάτια, την μέρα της κηδείας.
Ο Φρίξος δεν τον ξέχασε ποτέ τον αποχαιρετισμό εκείνο. Του είχε φανεί πολύ παράξενος. Δεν ήξερε γιατί. Ούτε τον πατέρα του είχε ξεχάσει.[...] Και αυτό του φάνηκε παράξενο. Πώς έφυγε. Γρήγορα. Πριν καλά, καλά καταλάβουν γιατί.
- Βγήκες παιδί μου. Επιτέλους. Τόση ώρα σου φωνάζω.
- Σας παρακαλώ μητέρα, μπροστά σε κόσμο δεν θέλω να μου μιλάτε έτσι. Δεν είμαι πια μικρό παιδί.
- Για την μάνα σου παιδί θα είσαι μια ζωή, κανακάρι μου.
Ο Φρίξος δεν είπε τίποτα. Άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του. Μετά βοήθησε και την μητέρα του. Σιγά, σιγά πήγανε προς την στάση του λεωφορείου. Ο κόσμος μαζευόταν. Ήταν το τελευταίο λεωφορείο βλέπεις. Έπρεπε όλοι να μπούνε. Έπρεπε όλοι να φύγουν. Διαφορετικά θα ξημερώνανε στην παραλία. Και δεν είχε τίποτα εκεί. Μια ψαροταβέρνα. Δούλευε μόνο μεσημέρι. Το βράδυ έκλεινε.
Τον Φρίξο δεν τον πείραζε. Έτσι κι αλλιώς δεν έβγαινε και ποτέ βράδυ. Έκανε παρέα στη μαμά. Ή η μαμά έκανε παρέα σ'αυτόν. Δεν θυμόταν πια. Από τότε που έφυγε ο πατέρας του για εκείνο το ταξίδι που είχε πει ο κυρ Γρηγόρης είχαν μείνει η δυο τους.
Αυτός και η μητέρα του. Ούτε καν ο Δημητράκης. Και του λειπε του Φρίξου ο Δημητράκης. Μόλις γυρίσω θα πάω να τον βρώ σκέφτηκε.
Το λεωφορείο είχε έρθει. Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει. Με αυτό επιστρέφανε κάθε φορά. Δεν ήτανε και πολύ άνετα, αλλά του Φρίξου του άρεσε. Καθόταν με τις ώρες και χάζευε έξω από το παράθυρο. Έβλεπε τους ανθρώπους να τρέχουνε δεξιά και αριστερά, τα αυτοκίνητα να κινούνται μπρος πίσω τα φώτα να τρεμοπαίζουνε σαν λαμπάκια και ξεχνιότανε. Η φωνή της μητέρας του, η οποία παρεμπίπτοντος μιλούσε ασταμάτητα κάθε φορά, τον νανούριζε. Που και που έλεγε και κανα ‘Ναι μητέρα’. Αλλά δεν κοιμότανε. Δεν ήθελε να κοιμηθεί.
Κοιτούσε μια έξω από το παράθυρο και μια τον κόσμο μες το λεωφορείο. Του φαινόντουσαν όλοι γνωστοί. Όλοι τα ίδια πρόσωπα. Τόσες φορές που το έχω κάνει αυτό το δρομολόγιο σκέφτηκε πώς να μην τους ξέρω. Σε λίγο θα αρχίσουμε να χαιρετιόμαστε. Θα αλλάξουμε και τηλέφωνα. Γνωστοί είμαστε. Ίσως και φίλοι. Θα κανονίζουμε μαζί εκδρομούλες.
- Φρίξο ξύπνα αγόρι μου… ξύπνα σε παρακαλώ… του φάνηκε πως άκουσε την μητέρα του να λέει. Δεν γύρισε όμως. Συνέχισε να κοιτάει έξω από το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Είχε και κίνηση. Θα αργούσανε μάλλον. Εκείνη σταμάτησε. Το λεωφορείο έκανε μια στάση. Κάποιος κατέβηκε. Κάποιος άλλος ανέβηκε. Γνωστές φάτσες. Χαμογέλασε.

συνεχίζεται

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006

Ο Μαμάκιας (Μέρος Πρώτο)

- Φρίξο…
- Φρίξο…
- Φρίξο, όχι στα βαθιά παιδί μου θα πνιγείς…
Αργκχχχ έσφιξε τα δόντια ο Φρίξος. Εκνευριζόταν που η μητέρα του κάθε φορά του έκανε τέτοιου είδους παρατηρήσεις στην παραλία. Ευτυχώς που δεν με λένε και Λαλάκη σκέφτηκε. Πολύ ξεφτίλα. Λαλάκη , Λαλάκη, Λαλάκη το όνομα κουδούνιζε ρυθμικά στο κεφάλι του. Ευτυχώς που δεν με λένε Λαλάκη ξανασκέφτηκε και βούτηξε θέλοντας να βγάλει απ’ το μυαλό του αυτό το όνομα που τόσο σιχαινόταν.
- Φρίξο, όχι στα βαθιά παιδί μου θα πνιγείς… δεν ακούς που σου φωνάζω; Βγες και λίγο έξω βρε παιδί μου, θα καείς.
Δεν έφταιγε κανείς, ο Φρίξος έφταιγε να σας πω την αλήθεια μου. Γιατί δεν είναι ποτέ δυνατόν τριάντα τριών χρονών γομάρι, να βγαίνει στην παραλία με την μάνα του. Και δεν είναι ότι είναι κακό να πηγαίνεις καμιά φορά για μπάνιο με την μαμά, αλλά όχι και κάθε μέρα.
Ο Φρίξος ήταν ο τύπος άνδρα που οι γυναίκες με ευχαρίστηση και απόλυτη ικανοποίηση θα αποκαλούσαν μαμάκια.[...] “Έλα μωρέ τον χαζομαμάκια να πούμε” ή “Άσε ρε αυτός δεν έχει ξεκολλήσει απ’ το βυζί της μάνας του ακόμη θέλει και να γαμήσει” και πολλά άλλα τα οποία είμαι σίγουρος ότι όλοι εκεί έξω ξέρετε ή έχετε ακούσει. Και όντως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Τα ‘καλημέρα μητέρα’, τα ‘πώς είστε σήμερα μαμά’ και ο κάθε είδους τέτοιος ηλίθιος πληθυντικός Μεγάλης Βρετανίας δίνανε και παίρνανε καθημερινά.
Απ’ την άλλη πάλι ούτε ο Φρίξος έφταιγε, η κυρά Παρασκευούλα (ή αλλιώς Τσιβούλα αν προτιμάτε) ήταν αυτή που τόσα χρόνια δεν τον άφηνε από τα μάτια της ούτε λεπτό.
Πήγαινε, στο δημοτικό, βόλτα στον συμμαθητή του τον Τάκη (από το Δημητράκη) ο Φρίξος, μαζί και η κυρά Παρασκευούλα με τα κουλουράκια της (φτιαγμένα απ’ τα χεράκια της) και το γαλατάκι του (και προς Θεού όχι καρνέϊσιον μην πονέσει και η κοιλίτσα μας).
Πήγαινε, στο γυμνάσιο, στην αλάνα να παίξει ποδόσφαιρο ο Φρίξος (πάλι με το Δημητράκη ή Τάκη) από κοντά η Τσιβουλίτσα. Τους κρατούσε τη μπαλίτσα. Και τα κουλουράκια, κουλουράκια. Είχε φάει κουλουράκια ο Τάκης να φαν κι κότες. (Αυτές που είχε στην αποθήκη η κυρά Παρασκευούλα να παίρνει φρέσκα αυγουλάκια για τον κανακάρι της)
Πήγαινε, στο λύκειο, φροντιστήρια ο Φρίξος, να σου στα σκαλοπάτια να τον περιμένει η μαμά να τελειώσει. Και περίμενε όλη την ώρα, έτσι. Δεν πήγαινε πέρα δώθε. Είχε και κανα ντολμαδάκι μαζί της που και που.
Πανεπιστήμιο δεν πήγε ο Φρίξος. Τον ακολούθησε η μαμά μέχρι την αίθουσα την ημέρα της έκθεσης και όταν τους πήρε πρέφα ο επιτηρητής τους πέταξε και τους δυο έξω. Τι κρίμα που το θέμα ήταν ο θεσμός της οικογένειας, θα γράφανε τόσο καλά μαζί.

συνεχίζεται


Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006

Snow Patrol - Run

I'll sing it one last time for you
Then we really have to go
You've been the only thing that's right
In a life time

And I can barely look at you
But every single time I do
I know we'll make it anywhere
Away from here

Light up, light up
As if you have a choice
Even if you cannot hear my voice
I'll be right beside you dear

Louder louder
And we'll run for our lives
I can hardly speak I understand
Why you can't raise your voice to say

To think I might not see those eyes
Makes it so hard not to cry
And as we say our long goodbye
I nearly do

Light up, light up
As if you have a choice
Even if you cannot hear my voice
I'll be right beside you dear

Louder louder
And we'll run for our lives
I can hardly speak I understand
Why you can't raise your voice to say

Slower slower
We don't have time for that
All I want is to find an easier way
To get out of our little heads

Have heart my dear
We're bound to be afraid
Even if it's just for a few days
Making up for all this mess

Light up, light up
As if you have a choice
Even if you cannot hear, my voice
I'll be right beside you, dear

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006

Καθίστε με σταυρωμένα χέρια ΖΩΑ…

Καθίστε με σταυρωμένα χέρια ΖΩΑ…
Ηρ. Πολυτεχνείου και Νικηταρά γωνία στην Καρδίτσα… Σταυροδρόμι που τουλάχιστον 3 φορές των μήνα ζει τις έντονες συγκινήσεις μιας στρακαστρούκας. Όπως τις αποκριές όταν ήμασταν παιδιά. Τις πατούσαμε και γελούσαμε. Τώρα βέβαια τις πατάνε άλλοι και δεν γελάνε, κλαίνε. Το έρμο το περίπτερο έχει φτιαχτεί από το μηδέν τουλάχιστον 2 φορές. Κάποια στιγμή είχα πει ότι θα γίνει το μοιραίο και μετά θα βάλουν μυαλό. Δυστυχώς έγινε. Χθές το βράδυ. Ένας 20χρονος νεκρός… Συλλυπητήρια σε αυτούς που μείνανε πίσω.
Καθίστε με σταυρωμένα χέρια ΖΩΑ...
Ασφαλτοστρώστε και περιμένετε ψήφους…

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Ούτε Ανέκδοτο Να Ήταν...

Δεν είναι δυνατόν. Τελικά τα ανέκδοτα είναι βγαλμένα απ’ τη ζωή. Πηγαίνοντας για καφέ λοιπόν το πρωί με ένα φίλο συνέβη το εξής περιστατικό:

Περπατούσαμε λοιπόν στο κέντρο της πόλης και κατευθυνόμαστε για καφέ… Σε κάποια στιγμή, ο φίλος μου ο Λάμπρος μου ζητάει το τηλέφωνο ενός κοινού γνωστού μας. Του λέω να περιμένει και αρχίζω να ψάχνω τον τηλεφωνικό κατάλογο του δικού μου κινητού. Αφού λοιπόν το βρίσκω ξεκινάω να το λέω στον Λάμπρο. 6 9 4 8….
Δεν προλαβαίνω όμως να συνεχίσω γιατί ακριβώς δίπλα μας περνούσε ένας παππούς. Ο οποίος ακούγοντας το 6 9 4 8 … πετάει την εξής ατάκα:

Ορέ τι καλοί πού είστε, εσείς οι νέοι, στα μαθηματικά. Άκου εκεί 6*9=48… 54 ρε… 54…
Κάπου εκεί ευτυχώς δεν μου έπεσε το κινητό από τα γέλια… Αποφάσισα αμέσως μετά να στείλω στο Λάμπρο τα στοιχέια του κοινού γνωστού μας με bluetooth... και συνεχίσαμε για τον καφέ μας.


Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006

Δεκαπενταυγουστιανή Έκρηξη (Μέρος Τέταρτο – Επίλογος)

- Ούτε γεια δε μου είπε ρε μαλάκα, έλεγε ο Νίκος λεπτά αφότου μείνανε μόνοι τους στο σπίτι.
Ο Ηλίας δεν απάντησε. Γελούσε ακόμη. Φίλος να σου πετύχει σκέφτηκε ο Νίκος. Εδώ είχε γίνει ρεζίλι των σκυλιών (όχι ότι είχε πολλά η γειτονιά το δικό του και κανα δυο αδέσποτα) και ο φίλος του είχε γίνει Πάντζας απ’ τα γέλια. Τι Πάτζας δηλαδή, παντζάρι. Αν πήγαινε στην τουαλέτα να κατουρήσει, αν άντεχε φυσικά να μπει, κόκκινο θα κατουρούσε.
- Σταμάτα ρε μαλάκα επιτέλους. Σταμάτα να γελάς.
- Σε καλό να μας βγει… είπε ο Ηλιάς χωρίς φυσικά να σταματήσει…
Καθίσανε στον καναπέ, ανοίξανε την τηλεόραση και αρχίσανε την ανασκόπηση της βραδιάς που μόλις είχε περάσει… Ο Νίκος εξιστόρησε την δική του μεριά της ιστορία και ο Ηλίας μέσα σε γέλια (τι άλλο) αφηγήθηκε πώς έζησε μέσα από το δωμάτιο το τρομερό και φοβερό εκείνο χέσιμο.
Πέντε χρόνια μετά όποτε θυμούνται το περιστατικό καταλήγουν συνεχώς στα γέλια. Η απορία τους βέβαια ήταν είναι και θα είναι μία. Τι ακούσανε εκείνο το βράδυ οι κοπέλες… και αν και αυτές γελάνε μέχρι σήμερα.

(Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα… Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις και πρόσωπα είναι εντελώς συμπωματική.)


Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Δεκαπενταυγουστιανή Έκρηξη (Μέρος Τρίτο – Ο Ηλίας)

Ο Ηλίας και η Έλενα ήταν εδώ και ώρα μέσα στο δωμάτιο. Το φλερτ μεταξύ τους εξελισσόταν επιτέλους σε κάτι παραπάνω. Μπορούσανε να στεγάσουνε τον έρωτα τους (ποιόν ερωτά τους δηλαδή, τελοσπάντων). Ήταν η καταλληλότερη στιγμή. Στο δωμάτιο του φίλου του.
Ο Νίκος δεν είχε πρόβλημα. Χαλάλι έλεγε… αφού δεν μπορώ εγώ ρε παιδιά, χαρείτε το εσείς. Και σεις το ίδιο δεν θα κάνατε; Σιγά μην κάνανε το ίδιο δηλαδή αλλά ας μην αναλύσω αυτό το θέμα γιατί θα σας κουράσω.
Η ώρα περνούσε… Ο Ηλίας είχε αρχίσει το έργο του. Το έργο του κάθε μεγάλου εραστή. Η αράχνη είχε απλώσει τα δίχτυα της. Τα γλυκόλογα δίνανε και παίρνανε. Τα πρώτα φιλάκια στο λαιμό και πίσω από το αυτί είχανε ήδη πέσει.[...] Η Έλενα δύσκολο μωρό αντιστεκόταν. Δεν ήθελε να ενδώσει τόσο εύκολα. Όχι τόσο εύκολα σκεφτόταν. Δεν λέω, καλός ο Ηλίας, ωραίο παλικάρι αλλά όχι και να χυθώ στην αγκαλιά του με την μία. Θα με περάσει για καμιά εύκολη, για καμιά ξεκωλιάρα (ουπς εντάξει σόρυ για τον χαρακτηρισμό). Σιγά μην είμαι ξεκωλιάρα, διόρθωσε τον εαυτό της.
Ο Ηλίας δεν άντεξε πολύ. Ε δεν θα με κάνει και ότι θέλει. Γιατί είναι εδώ μέσα… για να συζητήσουμε. Τι να πούμε…
-Τι άλλα; Καλά;
-Καλά, εσυ;
(Σαν τη διαφήμιση. Cut…
-Τι λέγατε τόση ώρα έξω ρε παιδιά, πάλι τα ίδια;
Μην κουράζετε τον αναγνώστη. Όπως εμείς στον Αλφα!)
Την άρπαξε από τον λαιμό. Απόψε θα γίνεις δική μου σκέφτηκε… Άρχισε λυσσασμένα να την φιλάει. Η Έλενα στην αρχή το έπαιζε δύσκολη. Μετά χαλάρωσε. Καιρός ήταν.
Ξαφνικά ο Ηλίας σταμάτησε. Αφουγκράστηκε. Κάτι είχε ακούσει.
- Τι είναι; Γιατί σταμάτησες; αναρωτήθηκε η Έλενα χυμένη πλέον στην αγκαλιά του. Όχι που δεν ήθελε…
- Τίποτα απάντησε ο Ηλίας κάτι άκουσα, απέξω θα ήταν.
Συνέχισε να την φιλάει παθιασμένα. Έβαζε τη γλώσσα του στο στόμα της αλλά παράλληλα σκεφτόταν τον θόρυβο που είχε ακούσει. Νάτος πάλι. Κάτι του θύμιζε. Σταμάτησε πάλι. Άρχισε να γελάει. Γελούσε όλο και πιο πολύ. Κοιτούσε τη Έλενα στα μάτια και γελούσε. Είχε δακρύσει. Είχε συνειδητοποιήσει τι ήταν. Ο Νίκος είχε κάνει το θαύμα του. Ηχομόνωση μηδέν. Η Έλενα τον κοιτούσε όλο απορία. Έμοιαζε χαμένη.
Κραααααουυυ, πριουφφφφ, πριιιτς, πρααατς. Η ηχητική υπόκρουση είπαμε ήταν μοναδική. Η Έλενα δεν φαινόταν να έπαιρνε χαμπάρι. Γελούσε και ο Ηλίας που να ακούσει. Είχε διπλωθέι στα τρία στο κρεβάτι. Ένα με το σεντόνι. Είχε κοκκινίσει. Άλλο λίγο και θα έσκαγε. Κραααααουυυ, πριουφφφφ, πριιιτς, πρααατς. Δεν έσκασε ο Νίκος ήταν πάλι. Του θύμισε την ταινία Ηλίθιος και Πανηλίθιος στο σπίτι της γκόμενας στα χιόνια με το καθαρτικό. Κάπως έτσι ήταν. Γελούσε, γελούσε, γελούσε.
Ευτυχώς για το Νίκο. Η Έλενα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η Νίκη χτυπούσε την πόρτα. Ήταν ώρα να φύγουνε. Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο. Γαμημένο τηλέφωνο.
Ο Ηλίας γελάει ακόμα…

συνεχίζεται


Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Δεκαπενταυγουστιανή Έκρηξη (Μέρος Δεύτερο – Ο Νίκος)

Η ώρα είχε πάει πεντέμιση περίπου το πρωί και σε λίγο θα ξημέρωνε. Από το δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη ησυχία που προβλημάτιζε το Νίκο και τη Νίκη… Οι δυο τους συζητούσανε. Σε γενικές γραμμές για τις δουλειές τους, τη ζωή τους και φυσικά το ζευγαράκι μέσα στο άλλο δωμάτιο ελπίζοντας ότι κάτι θα γινόταν επιτέλους εκείνο το βράδυ.
Ξαφνικά, ο Νίκος δέχτηκε την πρώτη επίθεση… και όχι, όχι δεν ήταν χαστούκι της Νίκης μετά από άσεμνη χειρονομία ούτε και η Νίκη είχε άγριες διαθέσεις και ήθελε να τον κατασπαράξει... Ήταν το πρώτο σφίξιμο στο στομάχι πρίν την μεγάλη τουαλέτια έκρηξη που μετά τα ποτά, τα σφηνάκια τεκίλα, το φαγητό και το γλυκό έμοιαζε αναπόφευκτη. Ο Νίκος δεν πτοήθηκε. Ήξερε ότι είχε άλλες δύο τέτοιες επιθέσεις μέχρι να συμβεί το μοιραίο και δεν ήταν ότι δεν είχε τουαλέτα στο σπίτι, ήταν ότι ντρεπόταν μπροστά στην Νίκη να πάει στην τουαλέτα και να επιστρέψει μετά από δέκα λεπτά.
Η δεύτερη επίθεση δεν άργησε να έρθει.[...] Τελικά ο χρόνος τον είχε προδώσει. Όλα θα τελειώνανε πολύ γρήγορα. Η ώρα είχε δεν είχε πάει έξι και τέταρτο. Ο Νίκος δεν άντεχε άλλο. Τον είχε κόψει κρύος ιδρώτας. Παρακαλούσε να χτυπήσει ένα τηλέφωνο, κάτι, που να σήμαινε ότι τα κορίτσια έπρεπε να φύγουν…Μάταια όμως ήταν ήδη αργά. Η τρίτη και καθοριστική επίθεση ήταν γεγονός
- Νίκη, έρχομαι σε μισό λεπτό
Κατακόκκινος ήταν… Μπαίνει γρήγορα γρήγορα στην τουαλέτα. Κατεβάζει παντελόνι και βρακί και ΜΠΑΜ… Ο θόρυβος ήταν μοναδικός, η ηχητική υπόκρουση ανεπανάληπτη. Κάποια στιγμή δεν άντεξε. Άρχισε να γελάει μόνος του. Γελούσε και έχεζε. Ήξερε ότι τον είχε ακούσει σίγουρα το μισό τετράγωνο, ήλπιζε όμως να μην τον είχε ακούσει η Νίκη. Πώς θα έβγαινε έξω;
Είχαν περάσει περίπου δέκα λεπτά (λίγο το χέσιμο που έπαιρνε ώρα, λίγο η ντροπή είχαν περάσει δέκα λεπτά) από τα δυσκολότερα δέκα λεπτά της ζωής του. Τα κορίτσια ετοιμαζόντουσαν ήδη να φύγουν. Το γαμημένο τηλεφώνημα είχε γίνει. Τι να το κάνεις όμως; Πέντε λεπτά πιο νωρίς δεν μπορούσε;
Η Νίκη δεν τον χαιρέτισε. Όχι όπως θα ήθελε αυτός τουλάχιστον. Ένα ψυχρό γεια. Ούτε καν χειραψία. Η αλήθεια ήταν πώς ο Νίκος είχε ήδη ξεχάσει πώς τον χαιρέτισε, αν τον χαιρέτισε. Τι να του λέγε δηλαδή; Γεια σου χεσαμόλη; Και ο ίδιος θα σιχαινόταν να χαιρετίσει τον εαυτό του. Κρίμα πάντως, κρίμα.

συνεχίζεται

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006

Δεκαπενταυγουστιανή Έκρηξη (Μέρος Πρώτο – Η Παρέα)

(Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα… Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις και πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική!)

Η νύχτα εξελισσόταν υπέροχα. Μετά από ένα ξέφρενο νυχτοπερπάτημα στα διάφορα μπαράκια της πόλης, το οποίο εν τέλει οδήγησε και στα αθλιότατα μπουζούκια της περιοχής, η τετράδα κατέληξε στο σπίτι του Νίκου, αφού πρώτα προμηθεύτηκε φαγητό, must μετά και την άφθονη κατανάλωση αλκοόλ.
Ο Νίκος, ο Ηλίας (όχι του pascal, άλλος) η Έλενα και η Νίκη λοιπόν θα περνούσανε το βράδυ της 15ης Αυγούστου μαζί, μιας και την επόμενη μέρα τα κορίτσια θα αποχωρούσανε νωρίς το πρωί. Βλέπεται υπήρχε και ένα μικρό ειδυλλιάκι μεταξύ του Ηλία και της Έλενας το οποίο ο Νίκος και η Νίκη θέλανε σίγουρα να ανθίσει.[...]
Αφού λοιπόν φάγανε όλοι μαζί σε χαμηλό φωτισμό και με ωραία χαλαρωτική μουσικούλα να παίζει στο πικάπ, η Νίκη αποφάσισε (πού να ξερε όμως) ότι για να κλείσει ωραία η βραδιά θα έπρεπε να φάνε και ένα γλυκάκι. Σήκωσε άρον άρον τον Νίκο λοιπόν και ξεκινήσανε.
Πρόφαση βέβαια για να αφήσουνε τους άλλους δυο μόνους τους, αλλά από την στιγμή που είπανε για γλυκάκι δεν μπορούσανε να επιστρέψουνε και με άδεια χέρια. Μετά από αρκετή ώρα και έχοντας ως δικαιολογία την δυσκολία εύρεσης ανοιχτού ζαχαροπλαστείου τόσο αργά την νύχτα, ο Νίκος και η Νίκη επιστρέψανε σπίτι κρατώντας τέσσερις λαχταριστές και αφράτες σοκολατίνες.
Οι άλλοι δύο τις δεχτήκανε χωρίς να πούνε κουβέντα και αφού τις καταβροχθίσανε όλοι μαζί σε δευτερόλεπτα, διαχωριστήκανε. Ο Νίκος και η Νίκη στο σαλόνι και ο Ηλίας και η Έλενα στο δωμάτιο.

συνεχίζεται..

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006

Βρήκα την Μασκότ μου!

Βρήκα την μασκότ μου επιτέλους... Φιγουράρει πλέον δίπλα στον τίτλο του blog μου και είμαι πλέον ένας χαρούμενος blogger! Κάθε σχόλιο δεκτό για την μικρή μας γουρουνίτσα. Είμαι σίγουρος ότι όλοι θα την αγκαλιάσετε!!!

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

Κόρομιλ: Ο Φανταχτερός Ιππότης 3

Η ώρα πλησίαζε, ο Νίκος μάζεψε τη χαρτούρα του και κατευθύνθηκε προς το φροντιστήριο του πατέρα του. Εκεί μαζευόντουσαν τον τελευταίο καιρό και παίζανε, μιας και το βράδυ είχε άπλα και ησυχία. Παίζανε περιπέτεια. Τι ωραίο πράγμα η περιπέτεια. Κάτι εντελώς διαφορετικό. Ξεχνούσες τα πάντα προς στιγμήν, έμπαινες σε ένα κόσμο φαντασίας και προσπαθούσες να επιζήσεις. Ο ψηλός ήταν ο Dungeon Master, ο θεός του παιχνιδιού ή ο διαιτητής αν θέλεις. Αυτός σε βοηθούσε, αυτός σε πολεμούσε, όλα απ’ αυτόν περνούσαν. Εσύ έπρεπε να ακολουθήσεις το δρόμο που αυτός χάραζε και να φέρεις σε πέρας τις διάφορες αποστολές που αυτός σου ανέθετε. Άλλες φορές τον αγαπούσες, άλλες πάλι τον μισούσες θανάσιμα, αλλά όπως και να ‘χε το πράγμα έβρισκες τρόπο να αντιδράσεις ανάλογα.
- ‘Μπα! Κανένας δεν έχει έρθει ακόμη’, ξεστόμισε ο Νίκος μην αντικρύζοντας κανέναν να περιμένει κάτω από την πόρτα του φροντιστηρίου.
Ξεκλείδωσε την πόρτα, ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά και άρχισε να τοποθετεί τα θρανία ανάλογα έτσι ώστε να υπάρχει αρκετός χώρος για όλους.

*************

- ‘Dungie που θα κάτσεις;’ Ρώτησε ο Νίκος για να ξέρει πως θα διαμορφώσει το χωρο.[...]
Βλέπεις ο Dungie ήταν ο διαιτητής του παιχνιδιού. Όλα απο αυτόν εξαρτιώταν.
- ‘Εδώ καλά δεν είμαι;’ απάντησε αυτός.
- ‘Καλά βρέ μια ερώτηση κάναμε μπααα..’
Ο κόσμος είχε φτάσει και όλοι τσεκάρανε τα χαρτιά τους να δούνε αν βρισκότανε όλα εκεί. Σε λίγο θα ξεκινούσε το story, και τα ζάρια θα παίρνανε φωτιά.
- ‘Λοιπόν, που είχαμε μείνει;’, ρώτησε ο Dungie, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή όλων και να αρχίσει τη περιπέτεια.
- ‘Εεε...Πηγαίναμε στα Τρόλ’, πετάχτηκε ο Raven, ‘Πηγαίναμε να τα σφάξουμε!!!’
- ‘Α ναι μπράβο... πηγαίνατε στα Τρόλ’, συνέχισε σκεπτικός ο Dungie. ‘Λοιπόν... Έχει αρχίσει ήδη να σουρουπώνει και η είσοδος της σπηλιάς είναι περίπου δύο ώρες μακριά. Για κάποιο παράξενο λόγο που μέχρι τώρα δεν είχατε συνειδητοποιήσει στο μερος στο οποίο βρίσκεστε επικρατεί απόλυτη ηρεμία...

*************

Και όντως η ηρεμία που κανείς από την ομάδα δεν είχε παρατηρήσει μέχρι εκείνη την στιγμή έμοιαζε ιδιαίτερα ανησυχητική. Απόλυτη ηρεμία στην περιπέτεια σήμαινε κακά ξεμπερδέματα συνήθως.
- ‘Δηλαδή, τι ηρεμία;’ πετάχτηκε ο Svenson, κοιτάζοντας τον Dungie με το ανήσυχο βλέμμα του.
- Έ, ηρεμία ρε Svenson, πώς το λένε. Δεν ακούτε κανέναν από τους φυσιολογικούς θορύβους που θα περίμενε κανείς να ακούσει στο σημείο που βρίσκεστε.
- ‘Βγάλτα ρε ότι και να ναι θα τα διαλύσουμε’, φώναξε ο Raven αρπάζοντας δυο ζάρια στο χέρι του.
Ο Dungie δεν θα αργούσε. Οτιδήποτε και αν παραμόνευε εκεί σε λίγο θα εμφανιζόταν. Η ομάδα ήταν πλέον έτοιμη. Με τα character sheets να ναι ορθάνοιχτα μπροστά τους και τα εικοσάεδρα να κουδουνίζουν στα χέρια τους η ηρεμία που επικρατούσε εκείνη την στιγμή στην αίθουσα, προμήνυε το ξέσπασμα καταιγίδας. Και ο κεραυνός δεν άργησε να πέσει!
- ‘Λοιπόν initiative, ξεστόμισε ο Dungie.
Και το πάρτι ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Σαν το συγκρότημα που ανεβαίνει στην σκηνή και ξεσηκώνει το πλήθος που ανυπομονεί να τους ακούσει, η λέξη initiative, ξεσήκωσε την ομάδα που ανυπόμονα περίμενε το ξεκίνημα εκείνης της μάχης.
- ‘Τι φέρατε; συνέχισε κρύβοντας ταυτόχρονα την δική του ζαριά για να μην ξέρει η ομάδα ποιος είχε δικαίωμα να πράξει πρώτος.
- ‘3 ρε πουσταρά, 3 φέραμε, εσύ;’
- ‘θα δεις σε λίγο!’, απάντησε ο Dungie σχηματίζοντας ένα ελαφρύ χαμόγελο στο πρόσωπο του....




Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Κυριακή, Αυγούστου 13, 2006

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ

Σύμφωνα με την Ιαπωνική κουλτούρα για να γίνει κάποιος Θρύλος πρέπει πρώτα να πεθάνει. Υποθέτω άρα ότι ο Θρύλος της Ελλάδας είναι ψόφιος!!!

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006

Tristan + Isolde

[Isolde's Voice]
"My face in thine eyes, thine in mine appears.
And true plain hearts do in the faces rest.
Where can we find two better hemispheres...
without sharp North,without declining West?
Whatever dies was not mixed equally.
If our two loves be one...
and thou and I love so alike that none can slacken...
none can die."

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

(Της) Manasu

Κάπου στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής... σε ένα υπέροχο κολπίσκο, ένα beach bar με διαφορετική αίσθηση της "παράλιας" μουσικής... προσδίδει με τις ολόλευκες ομπρελίτσες του μια ιδιαίτερη ομορφιά στην ήδη πανέμορφη περιοχή. Κάτι από Casablanca μου θύμησε να πω την αλήθεια... Δέν ήταν το συνηθισμένο beach bar αλλά μάλλον το κουλτουριάρικο και το σοφιστικέ... Ότι και να ήταν πάντως... πέρασα υπέροχα. Πολύ η παρέα και λίγο το γεγονός ότι οι διακοπές μου τα τελευταία χρόνια ήταν ελάχιστες με έκαναν να το καταευχαριστηθώ...
Καλό χειμώνα λοιπόν θα σας πώ εγώ και καλώς σας ξαναβρίσκω...

Πατήστε εδώ για τη συνέχεια...